Κοιτάζω
τις γιαγιάδες που κάθονται δίπλα μου ή στέκονται απέναντί μου στο
τρόλεϊ, στο λεωφορείο στο μετρό. Άλλες έχουν μαλλιά βαμμένα, άλλες
κατάλευκα, κάποιες έχουν μαλλιά μοβ ή γαλάζια, γιατί δεν τους πέτυχε η
βαφή. Άλλες φοράνε γυαλιά, άλλες όχι. Κάποιες είναι βαμμένες έντονα,
κάποιες καθόλου. Μερικές είναι ντυμένες δυσανάλογα με τα χρόνια τους,
άλλες είναι πιο διακριτικές. Ορισμένες είναι νευρικές, άλλες χαμογελούν
μειλίχια, κάποιες είναι αγενείς και κάποιες άλλες γλυκομίλητες και
ευγενικές.
Ξεκινώ να τις παρατηρώ από τα χέρια πάντα. Όπως κι αν είναι, τα χέρια τους πάντα μοιάζουν, έτσι αφημένα όπως είναι πάνω στην ποδιά τους. Έχουν μια παραίτηση αυτά τα χέρια και μια αποδοχή. Του καιρού που πέρασε και του καιρού που μένει; Ίσως…
Ύστερα παρατηρώ τα πρόσωπά τους και πάντα στέκομαι στα μάτια τους. Γερνάνε άραγε τα μάτια; Κάπου διάβασα πως γερνάνε, αλλά δεν ξέρω να το πω με σιγουριά. Δεν εννοώ, βέβαια, τις ρυτίδες. Τα βλέμματα εννοώ, τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ας πούμε, με τα μάτια των παππούδων, είναι πιο ευκρινές. Έχω παρατηρήσει ότι ορισμένοι παππούδες όσο μεγαλώνουν αποκτούν μιαν αχλή στα μάτια, κάπως σαν να ξεθωριάζουν με τον καιρό. Σαν ν’ αρχίζουν πια προς τα μέσα να κοιτάνε και όχι γύρω τους. Κι αυτό πάλι, όχι πάντα.
Με τις γιαγιάδες, όμως μπερδεύομαι. Ορισμένες έχουν μια σπίθα στα μάτια, νεαρού κοριτσιού. Τις κοιτώ και δεν αντέχω να μην φανταστώ πώς θα ’τανε στα νιάτα τους, στην ακμή της ζωής τους, όταν δροσερά κορίτσια με τα φουστάνια τους θα τσαλάκωναν τις καρδιές των αγοριών της γειτονιάς τους. Προσπαθώ να φανταστώ τα γάργαρα γέλια τους, τα συνωμοτικά πηγαδάκια με τις φιλενάδες τους, τα όνειρά τους. Κι ύστερα σκέφτομαι πώς άραγε να νιώθουν τώρα εκείνα τα κορίτσια, τώρα που η περισσότερη ζωή είναι πίσω τους κι όχι μπροστά. Άραγε να μετράνε απώλειες; Να ’χουν όνειρα; Να ‘ναι ευτυχισμένες; Να’ ναι μόνες; Να’ χουν παιδιά, εγγόνια, σύντροφο;
Να, αυτά σκέφτομαι και νιώθω μια τρυφερότητα και μια αγάπη γι’ αυτές τις γιαγιάδες. Και θέλω έτσι που ’χουν αφημένα τα χεράκια τους ν’ απλώσω το δικό μου, να τα χαϊδέψω και να τους χαμογελάσω.
Ευριδίκη Παλμου
Ξεκινώ να τις παρατηρώ από τα χέρια πάντα. Όπως κι αν είναι, τα χέρια τους πάντα μοιάζουν, έτσι αφημένα όπως είναι πάνω στην ποδιά τους. Έχουν μια παραίτηση αυτά τα χέρια και μια αποδοχή. Του καιρού που πέρασε και του καιρού που μένει; Ίσως…
Ύστερα παρατηρώ τα πρόσωπά τους και πάντα στέκομαι στα μάτια τους. Γερνάνε άραγε τα μάτια; Κάπου διάβασα πως γερνάνε, αλλά δεν ξέρω να το πω με σιγουριά. Δεν εννοώ, βέβαια, τις ρυτίδες. Τα βλέμματα εννοώ, τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ας πούμε, με τα μάτια των παππούδων, είναι πιο ευκρινές. Έχω παρατηρήσει ότι ορισμένοι παππούδες όσο μεγαλώνουν αποκτούν μιαν αχλή στα μάτια, κάπως σαν να ξεθωριάζουν με τον καιρό. Σαν ν’ αρχίζουν πια προς τα μέσα να κοιτάνε και όχι γύρω τους. Κι αυτό πάλι, όχι πάντα.
Με τις γιαγιάδες, όμως μπερδεύομαι. Ορισμένες έχουν μια σπίθα στα μάτια, νεαρού κοριτσιού. Τις κοιτώ και δεν αντέχω να μην φανταστώ πώς θα ’τανε στα νιάτα τους, στην ακμή της ζωής τους, όταν δροσερά κορίτσια με τα φουστάνια τους θα τσαλάκωναν τις καρδιές των αγοριών της γειτονιάς τους. Προσπαθώ να φανταστώ τα γάργαρα γέλια τους, τα συνωμοτικά πηγαδάκια με τις φιλενάδες τους, τα όνειρά τους. Κι ύστερα σκέφτομαι πώς άραγε να νιώθουν τώρα εκείνα τα κορίτσια, τώρα που η περισσότερη ζωή είναι πίσω τους κι όχι μπροστά. Άραγε να μετράνε απώλειες; Να ’χουν όνειρα; Να ‘ναι ευτυχισμένες; Να’ ναι μόνες; Να’ χουν παιδιά, εγγόνια, σύντροφο;
Να, αυτά σκέφτομαι και νιώθω μια τρυφερότητα και μια αγάπη γι’ αυτές τις γιαγιάδες. Και θέλω έτσι που ’χουν αφημένα τα χεράκια τους ν’ απλώσω το δικό μου, να τα χαϊδέψω και να τους χαμογελάσω.
Ευριδίκη Παλμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου